- κατραπακιά
- η1. δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με την παλάμη, κατακεφαλιά, καρπαζιά2. ηθικό ή οικονομικό πλήγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ηχομίμηση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατραπακιά — η κατακεφαλιά, καρπαζιά: Του έδωσε μια κατραπακιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατραπακώνω — [κατραπακιά] κατραπακιάζω* … Dictionary of Greek
γιακάς — ο 1. περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων, όπως τού φορέματος, τού πουκάμισου, κλπ. 2. το χτύπημα τού αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, κατραπακιά 3. φρ. α) «τρώει γιακάδες» τόν καρπαζώνουν, τόν εξευτελίζουν β) «τού τίναξα τον… … Dictionary of Greek
καταυχένισμα — το χτύπημα που καταφέρεται στον αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, καρπαζιά, κατραπακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αυχένισμα (< αὐχενίζω «σπάζω τον αυχένα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] … Dictionary of Greek
κατραπακιάζω — και κατραπακίζω [κατραπακιά] δίνω κατραπακιές … Dictionary of Greek
καρπαζιά — η κατραπακιά, κατακεφαλιά, σβερκιά, γενικά χτύπημα με την παλάμη: Παλιότερα οι δάσκαλοι έδιναν καρπαζιές στους μαθητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)